Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συντάσσω την

  • 1 πράξη

    [-ις (-εως)] η
    1) поступок, акт, действие, дело; акция (книжн.);

    καλή πράξη — доброе дело;

    ευγενική πράξη — благородный поступок;

    τρομοκρατική πράξη — террористический акт;

    εγκληματικές πράξεις — преступные действия;

    2) практика, дело;

    στην πράξη — на практике, на деле;

    στην πράξη κι' όχι στα λόγια — не на словах, а на деле;

    3) практика, опыт; навык, сноровка;

    μου λείπει η πράξη — у меня нет практических навыков, опыта, я неопытен;

    4) сделка, операция;

    εμπορική πράξη — торговая сделка;

    χρηματιστηριακή πράξη — финансовая, биржевая операция;

    5) акт (документ);

    συμβολαιογραφική πράξη — нотариальный акт;

    ληξιαρχική πράξη — акт гражданского состояния;

    συντάσσω την πράξη της πούλησης τού σπιτιού — составлять акт о продаже дома;

    6) постановление, решение;
    7) театр. действие, акт;

    δράμα εις πράξεις τρείς — драма в трёх действиях;

    8) мат. действие;

    αριθμητική πράξη — арифметическое действие;

    9) совокупление, половое сношение;

    § κάνω πράξη (τίς αποφάσεις) — осуществлять, реализовать, проводить в жизнь (решения);

    γίνομαι πράξη — осуществляться, становиться реальностью, былью

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πράξη

См. также в других словарях:

  • συντάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [τάσσω] 1. (ιδίως σχετικά με στρατό) βάζω στη σειρά, παρατάσσω 2. διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω (α. «συντάσσω συμβόλαιο» β. «αὐτὸς ἄχρι τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», Πλούτ.) 3. γραμμ …   Dictionary of Greek

  • αυτοβιογραφούμαι — ( έομαι) συντάσσω την αυτοβιογραφία μου …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • συντεταγμένη — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι συντεταγμένες αριθμοί ή ζεύγη αριθμών ή τριάδες ή τετράδες αριθμών με τη βοήθεια τών οποίων καθορίζεται η θέση ενός σημείου ευθείας, επιπέδου, τού χώρου ή τού χρονοχώρου, αντίστοιχα 2. φρ. α) «άξονες συντεταγμένων»… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»